κοινωμάτιο

κοινωμάτιο
το (Α κοινωμάτιον)
νεοελλ.
είδος αμφικέφαλου ήλου για μόνιμη ήλωση μεταλλικών ελασμάτων, κν. περτσίνι
αρχ.
σιδερένιος αρμός, δεσμός, σύνδεσμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοίνωμα, -τος + υποκορ. κατάλ. -ιον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”